Πόδι στα ολλανδικά

Μετάφραση: πόδι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
infanterie, onderbeen, been, poot, voet, voetvolk, benen, leg, etappe
Πόδι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πόδι

πόδι μονάδα μέτρησης, πόδι της καμήλας, πόδι του μόρτον, πόδι μέτρο, πόδι χήνας, πόδι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πόδι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πως στα ολλανδικά - hoe, dat, die, dat de, wat
  • πόα στα ολλανδικά - grasveld, grassen, gras, mos, mosgroen, moss, mossen
  • πόδια στα ολλανδικά - benen, poten, de benen, benen van
  • πόζα στα ολλανδικά - neerleggen, leggen, aanstellerij, poseren, plaatsen, gemaaktheid, stellen, ...
Τυχαίες λέξεις
Πόδι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: infanterie, onderbeen, been, poot, voet, voetvolk, benen, leg, etappe