Boel στα ελληνικά

Μετάφραση: boel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στοιβάδα, πακέτο, κατακλύζω, στοιβάζω, συσκευάζω, μαζικός, πλήθος, μάζα, στοίβα, σωρός, ανάχωμα, τράπουλα, ποσότητα, παρτίδα, πολλά, πολύ, πολλές, πολλή
Boel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • boekje στα ελληνικά - φυλλάδιο, βιβλιαράκι, βιβλιάριο, φυλλαδίου, βιβλιαρίου
  • boekwinkel στα ελληνικά - βιβλιοπωλείο, βιβλιοπωλείου, βιβλιοπωλείων, βιβλιοπωλεια, το βιβλιοπωλείο
  • boeltje στα ελληνικά - περιουσία, τιμαλφή, κατοχές, υπάρχοντά, κτήσεις, τα υπάρχοντά, περιουσίας
  • boemelen στα ελληνικά - εκμαυλίζω, ξεμαυλίζω, μαυλίζω, υπονομεύσει, ακο- λασία, για ακο- λασία
Τυχαίες λέξεις
Boel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στοιβάδα, πακέτο, κατακλύζω, στοιβάζω, συσκευάζω, μαζικός, πλήθος, μάζα, στοίβα, σωρός, ανάχωμα, τράπουλα, ποσότητα, παρτίδα, πολλά, πολύ, πολλές, πολλή