Τομέας στα ολλανδικά

Μετάφραση: τομέας, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
akker, veld, rijk, sfeer, terrein, kloot, koninkrijk, vliegveld, vlakte, land, vlieghaven, bol, staat, tucht, omgeving, discipline, sector, Branche, sector van
Τομέας στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τομέας

τομέας 6 εκπαιδευτικά αποτελέσματα, τομέας αστροφυσικής αστρονομίας και μηχανικής, τομέας ποινικών και εγκληματολογικών επιστημών, τομέας χ, τομέας 3 διδασκαλία και μάθηση, τομέας λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τομέας στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τολμώ στα ολλανδικά - aandurven, durven, durf, durft, durfde
  • τολύπη στα ολλανδικά - poef, pof, vlok, schilfer, flake, vlokken, vlok van
  • τομή στα ολλανδικά - divisie, tak, baanvak, branche, afdeling, vak, verdeling, ...
  • τον στα ολλανδικά - hem, hij, de, het, van de
Τυχαίες λέξεις
Τομέας στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: akker, veld, rijk, sfeer, terrein, kloot, koninkrijk, vliegveld, vlakte, land, vlieghaven, bol, staat, tucht, omgeving, discipline, sector, Branche, sector van