Botsen στα ελληνικά

Μετάφραση: botsen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτυπώ, απεργία, σύγκρουση, διαφωνία, σύγκρουσης, συγκρούονται, σύγκρουσή
Botsen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • botanie στα ελληνικά - βοτανική, βοτανικής, η βοτανική, της βοτανικής, βοτανολογία
  • boter στα ελληνικά - βούτυρο, βουτύρου, το βούτυρο, του βουτύρου, βούτυρο που
  • botsing στα ελληνικά - αγωνίζομαι, μάχη, σύγκρουση, σουξέ, αγώνας, χτυπώ, βαρώ, ...
  • botten στα ελληνικά - πρωτοεμφανίζομαι, μπουμπούκι, οστά, τα οστά, οστών, κόκαλα, κόκκαλα
Τυχαίες λέξεις
Botsen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτυπώ, απεργία, σύγκρουση, διαφωνία, σύγκρουσης, συγκρούονται, σύγκρουσή