Denken στα ελληνικά
Μετάφραση: denken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκέφτομαι, πιστεύω, νομίζω, θεωρώ, σκέπτομαι, να σκεφτεί, να σκεφτούμε, να σκεφτούν, να σκέφτονται, να σκεφτείτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- denkbeeld στα ελληνικά - νόμιζα, ιδέα, σκεφτόμουν, σκέψη, έννοια, αντίληψη, έννοιας, ...
- denkbeeldig στα ελληνικά - φανταστικός, φανταστικό, φανταστικού, νοητή, φαντασιακό
- departement στα ελληνικά - τομή, τμήμα, υπηρεσία, Τμήματος, Υπουργείο, υπηρεσίας
- deponeren στα ελληνικά - προσχώνω, ίζημα, επαναθέτω, κατάθεση, κατάθεσης, καταθέσεων, προκαταβολή, ...
Τυχαίες λέξεις
Denken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκέφτομαι, πιστεύω, νομίζω, θεωρώ, σκέπτομαι, να σκεφτεί, να σκεφτούμε, να σκεφτούν, να σκέφτονται, να σκεφτείτε
Μεταφράσεις: σκέφτομαι, πιστεύω, νομίζω, θεωρώ, σκέπτομαι, να σκεφτεί, να σκεφτούμε, να σκεφτούν, να σκέφτονται, να σκεφτείτε