Dichtdoen στα ελληνικά

Μετάφραση: dichtdoen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διπλώνω, αποπνιχτικός, πνιγηρός, κοντά, πτυχή, κολλητός, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Dichtdoen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dicht στα ελληνικά - δασύς, πυκνός, συμπαγής, συμπυκνωμένος, κοντά, στενή, κλείσιμο, ...
  • dichtbij στα ελληνικά - πνιγηρός, από, αποπνιχτικός, κοντά, κολλητός, σε, πλάι, ...
  • dichten στα ελληνικά - τσόκαρο, βουλώνω, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
  • dichter στα ελληνικά - ποιητής, ποιητή, ποιήτρια, ο ποιητής
Τυχαίες λέξεις
Dichtdoen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διπλώνω, αποπνιχτικός, πνιγηρός, κοντά, πτυχή, κολλητός, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής