Dichtmaken στα ελληνικά

Μετάφραση: dichtmaken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στηρίγματα, φραγμός, διπλώνω, κοντά, πνιγηρός, αποπνιχτικός, κολλητός, τσόκαρο, βουλώνω, πτυχή, κλείσει, έκλεισε, κλείσιμο, κλείστε, κλείσουν
Dichtmaken στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dichtknopen στα ελληνικά - κουμπί, πλήκτρο, το κουμπί, κουμπιού, το πλήκτρο
  • dichtkunst στα ελληνικά - ποίηση, στίχος, ποίησης, την ποίηση, η ποίηση, ποίησή
  • dichtnaaien στα ελληνικά - ραφή, ράβω, ράψετε, ράψουν, ράψτε, ράψει
  • dichtregel στα ελληνικά - στίχος, γραμμή, γραμμής, σύμφωνα, line, σειρά
Τυχαίες λέξεις
Dichtmaken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στηρίγματα, φραγμός, διπλώνω, κοντά, πνιγηρός, αποπνιχτικός, κολλητός, τσόκαρο, βουλώνω, πτυχή, κλείσει, έκλεισε, κλείσιμο, κλείστε, κλείσουν