Document στα ελληνικά
Μετάφραση: document, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εφημερίδα, χαρτένιος, χαρτί, έγγραφο, εγγράφου, εγγράφων, το έγγραφο, έγγραφο που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dochteronderneming στα ελληνικά - υποβοηθητικός, επικουρικός, θυγατρική, θυγατρικής, επικουρικής, της θυγατρικής, θυγατρική εταιρεία
- doctor στα ελληνικά - ιατρός, γιατρός, γιατρό, το γιατρό, ο γιατρός, γιατρού
- dode στα ελληνικά - πεθαμένος, νεκρός, νεκρών, νεκρά, νεκρό, νεκρούς
- dodelijk στα ελληνικά - θανάσιμος, θνητός, νεκρός, πεθαμένος, θανατηφόρος, μοιραίος, θανάσιμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Document στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εφημερίδα, χαρτένιος, χαρτί, έγγραφο, εγγράφου, εγγράφων, το έγγραφο, έγγραφο που
Μεταφράσεις: εφημερίδα, χαρτένιος, χαρτί, έγγραφο, εγγράφου, εγγράφων, το έγγραφο, έγγραφο που