Dominee στα ελληνικά
Μετάφραση: dominee, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιερέας, υπουργός, εφημέριος, εφημέριο, Βικάριος, Vicar, ο Βικάριος
![Dominee στα ελληνικά Dominee στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-nl-gr-2640.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dom στα ελληνικά - μουχρός, πληκτικός, χαζός, βαρετός, μουντός, κουτός, γλυκός, ...
- domicilie στα ελληνικά - κατοικία, κατοικίας, έδρα, την κατοικία, έδρας
- dominion στα ελληνικά - κυριαρχία, εξουσία, κυριαρχίας, επικράτεια, την κυριαρχία
- domkop στα ελληνικά - χαζός, κοροϊδεύω, χυμός, ζουμί, εξαντλώ, βλάκας, τούβλο, ...
Τυχαίες λέξεις
Dominee στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιερέας, υπουργός, εφημέριος, εφημέριο, Βικάριος, Vicar, ο Βικάριος
Μεταφράσεις: ιερέας, υπουργός, εφημέριος, εφημέριο, Βικάριος, Vicar, ο Βικάριος