Effectief στα ελληνικά

Μετάφραση: effectief, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αληθινός, πραγματικός, αποτελεσματικός, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, αποτελεσματικής, αποτελεσματικές
Effectief στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • effect στα ελληνικά - γνωμάτευση, τεύχος, συνέπεια, πίστη, κατάληξη, γεγονός, πεποίθηση, ...
  • effecten στα ελληνικά - επίπτωση, έκβαση, σημασία, άθλημα, γεγονός, θέμα, τεύχος, ...
  • effen στα ελληνικά - στάθμη, επίπεδο, ακόμα, ροκάνι, πλάνη, ίσος, λείος, ...
  • egaal στα ελληνικά - στάθμη, ακόμα, ίσος, ροκάνι, πλάνη, ίσιος, επίπεδο, ...
Τυχαίες λέξεις
Effectief στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αληθινός, πραγματικός, αποτελεσματικός, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, αποτελεσματικής, αποτελεσματικές