Gehoor στα ελληνικά

Μετάφραση: gehoor, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακοή, ακροατήριο, ακρόαση, άκουσε, ακοής, ακούσει
Gehoor στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gehemelte στα ελληνικά - ουρανίσκος, υπερώα, ουρανίσκο, υπερώας, τον ουρανίσκο
  • geheugen στα ελληνικά - μνήμη, ανάμνηση, μνήμης, τη μνήμη, της μνήμης, μνήμη του
  • gehoorzaam στα ελληνικά - πειθήνιος, υπάκουος, υπάκουοι, υπάκουο, υπάκουη, υπάκουα
  • gehoorzamen στα ελληνικά - υπακούω, υπακούουν, υπακούσει, υπακούσουν, υπακούν
Τυχαίες λέξεις
Gehoor στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακοή, ακροατήριο, ακρόαση, άκουσε, ακοής, ακούσει