Ακροατήριο στα ολλανδικά
Μετάφραση: ακροατήριο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toehoorders, auditorium, publiek, audiëntie, gehoor, hoorders, audience
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακροατήριο
φανταστικό ακροατήριο, ακροατήριο συνώνυμα, ακροατήριο κανείς, ακροατήριο δικαστηρίου, διττό ακροατήριο, ακροατήριο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ακροατήριο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ακριβώς στα ολλανδικά - nauwgezet, exact, vlak, scherp, precies, juist, accuraat, ...
- ακριτόμυθος στα ολλανδικά - wauwelaar, leuteraar, boomtimalia, babbler, klapper
- ακροατής στα ολλανδικά - toehoorder, luisteraar, listener, luisteren, de luisteraar
- ακροβάτης στα ολλανδικά - acrobaat, kunstenmaker, Acrobat, van Acrobat, acrobate
Τυχαίες λέξεις
Ακροατήριο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: toehoorders, auditorium, publiek, audiëntie, gehoor, hoorders, audience
Μεταφράσεις: toehoorders, auditorium, publiek, audiëntie, gehoor, hoorders, audience