Geleerde στα ελληνικά

Μετάφραση: geleerde, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φοιτήτρια, πανεπιστήμων, φοιτητής, λόγιος, Μελετητής, μελετητή, υπότροφος, λόγιο
Geleerde στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • geleding στα ελληνικά - τομή, γόμφος, κοψίδι, κοινός, άρθρωση, τμήμα, άρθρωσης, ...
  • geleerd στα ελληνικά - μάθει, έμαθαν, έμαθε, έμαθα, αντλήθηκαν
  • gelegen στα ελληνικά - τοποθετώ, καθορισμένος, που βρίσκεται, βρίσκεται, βρίσκονται, τοποθεσία, που βρίσκονται
  • gelegenheid στα ελληνικά - συγκυρία, ευκαιρία, περίπτωση, τύχη, πιθανότητα, δυνατότητα, την ευκαιρία, ...
Τυχαίες λέξεις
Geleerde στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φοιτήτρια, πανεπιστήμων, φοιτητής, λόγιος, Μελετητής, μελετητή, υπότροφος, λόγιο