Hakkelen στα ελληνικά

Μετάφραση: hakkelen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τραυλίζω, ψελλίζω, τραύλισμα, stutter, τραυλίζουν, να κολλάει, Διακεκομμένος
Hakkelen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hakbijl στα ελληνικά - πέλεκας, τσεκούρι, πελέκι, ax, πέλεκυ, πέλεκυς, το τσεκούρι
  • hakhoutbosje στα ελληνικά - βούρτσα, σκούπα, πινέλο, βουρτσίζω, ρουμάνι, θαμνώδη έκταση, πρεμνοφυών, ...
  • hakken στα ελληνικά - τακούνια, φτέρνες, τα τακούνια, τακουνιών, τακούνι
  • hal στα ελληνικά - αίθουσα, προθάλαμος, λόμπι, Hall, αίθουσας, Μέγαρο, χωλ
Τυχαίες λέξεις
Hakkelen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τραυλίζω, ψελλίζω, τραύλισμα, stutter, τραυλίζουν, να κολλάει, Διακεκομμένος