Τραυλίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: τραυλίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stotteren, hakkelen, stamelen, gestamel, stammer, gestotter
Τραυλίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τραυλίζω

τραυλίζω στα αγγλικά, τραυλίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τραυλίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τραπεζοειδής στα ολλανδικά - trapeziumvormige, trapeziumvormig, trapezium, trapezoïdale, trapezoïdaal
  • τραπεζοκόμος στα ολλανδικά - kelner, ober
  • τραυλισμός στα ολλανδικά - lispelen, stotteren, stotterende, het stotteren, stotterend, stotteren te
  • τραυματίζω στα ολλανδικά - gewond, beschadigen, verwonding, letsel, nadeel, lijden, kwetsuur, ...
Τυχαίες λέξεις
Τραυλίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: stotteren, hakkelen, stamelen, gestamel, stammer, gestotter