Ingevallen στα ελληνικά

Μετάφραση: ingevallen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαθουλωμένος, κοίλος, τρύπα, κούφιος, υπόκωφος, βυθισμένος, βυθισμένη, βυθισμένα, βυθισμένο, βυθισμένες
Ingevallen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ingetogen στα ελληνικά - απέριττος, μετριόφρων, αγνός, σεμνός, υποτονικές, υποτονική, υποτονικός, ...
  • ingeval στα ελληνικά - εάν, αν, εφόσον, περίπτωση
  • ingeving στα ελληνικά - έμπνευση, έμπνευσης, την έμπνευση, πηγή έμπνευσης, έμπνευσή
  • ingevolge στα ελληνικά - σύμφωνα με, σύμφωνα, δυνάμει, βάσει
Τυχαίες λέξεις
Ingevallen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαθουλωμένος, κοίλος, τρύπα, κούφιος, υπόκωφος, βυθισμένος, βυθισμένη, βυθισμένα, βυθισμένο, βυθισμένες