Κοίλος στα ολλανδικά
Μετάφραση: κοίλος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ingevallen, hol, holte, ledig, holle
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοίλος
κοίλος καθρέφτης, κοίλος κυρτός, κοίλος φακός, κοίλος κύλινδρος, κοίλος δοκός, κοίλος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κοίλος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κνίδωση στα ολλανδικά - jeuk, kriebelen, krieuwelen, jeuken, netelroos, bijenkorven, bijenkasten, ...
- κοάζω στα ολλανδικά - krassen, koazo
- κοιλάδα στα ολλανδικά - dal, vallei, Valley, vallei van
- κοιλιά στα ολλανδικά - achterlijf, onderlijf, onderbuik, buik, de buik, buik van, belly
Τυχαίες λέξεις
Κοίλος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ingevallen, hol, holte, ledig, holle
Μεταφράσεις: ingevallen, hol, holte, ledig, holle