Υπόκωφος στα ολλανδικά

Μετάφραση: υπόκωφος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ingevallen, ledig, holte, hol, holle
Υπόκωφος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπόκωφος

υπόκωφος ορισμός, υπόκωφος ήχος, υπόκωφος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, υπόκωφος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • υπόδικος στα ολλανδικά - beschuldigde, respondent, verweerder, verweerster, respondenten, de respondent
  • υπόθεση στα ολλανδικά - veronderstelling, proces, zelfstandigheid, goedje, aangelegenheid, handel, affaire, ...
  • υπόλειμμα στα ολλανδικά - afdruk, gedenkschrift, voetspoor, aftekenen, souvenir, afbakenen, gedenkteken, ...
  • υπόληψη στα ολλανδικά - respect, achting, eerbied, bewondering, achten, egards, tel, ...
Τυχαίες λέξεις
Υπόκωφος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ingevallen, ledig, holte, hol, holle