Κούφιος στα ολλανδικά

Μετάφραση: κούφιος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hol, holte, ledig, ingevallen, holle
Κούφιος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κούφιος

κούφιος συνώνυμα, κούφιος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κούφιος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κούτελο στα ολλανδικά - voorhoofd, het voorhoofd
  • κούτσουρο στα ολλανδικά - podium, tribune, kansel, preekstoel, katheder, leerstoel, stomp, ...
  • κράζω στα ολλανδικά - wonderdokter, bedrieger, kwakzalver, charlatan, krijsen, krijs, schreeuw, ...
  • κράμα στα ολλανδικά - legering, metaalmengsel, alliage, gelegeerd, lichtmetalen, aluminium, legeringen
Τυχαίες λέξεις
Κούφιος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: hol, holte, ledig, ingevallen, holle