Inmaken στα ελληνικά
Μετάφραση: inmaken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διατηρώ, συντηρώ, τουρσί, διασώζω, pickle, τουρσιών, άλμη
Μεταφράσεις
- inlijsten στα ελληνικά - σώμα, πλαίσιο, πλαισιώνω, σκελετός, κορνίζα, πλαισίου, καρέ, ...
- inlossing στα ελληνικά - επίτευξη, διενέργεια, λύτρωση, εξαγορά, Εξαγοράς, Redemption, Εξαργύρωσης
- inmenging στα ελληνικά - μεσολάβηση, παρεμβολή, διαπλοκή, παρέμβαση, παρεμβολές, παρεμβολών, παρεμβολής
- inmiddels στα ελληνικά - Εν τω μεταξύ,, Εν τω μεταξύ, τω μεταξύ, μεταξύ, Στο μεταξύ
Τυχαίες λέξεις
Inmaken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διατηρώ, συντηρώ, τουρσί, διασώζω, pickle, τουρσιών, άλμη
Μεταφράσεις: διατηρώ, συντηρώ, τουρσί, διασώζω, pickle, τουρσιών, άλμη