Inmenging στα ελληνικά
Μετάφραση: inmenging, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεσολάβηση, παρεμβολή, διαπλοκή, παρέμβαση, παρεμβολές, παρεμβολών, παρεμβολής
Μεταφράσεις
- inlossing στα ελληνικά - επίτευξη, διενέργεια, λύτρωση, εξαγορά, Εξαγοράς, Redemption, Εξαργύρωσης
- inmaken στα ελληνικά - διατηρώ, συντηρώ, τουρσί, διασώζω, pickle, τουρσιών, άλμη
- inmiddels στα ελληνικά - Εν τω μεταξύ,, Εν τω μεταξύ, τω μεταξύ, μεταξύ, Στο μεταξύ
- innemen στα ελληνικά - καταποντίζω, τυλίγω, αιχμαλωτίζω, αιχμαλωσία, καταλαμβάνουν, κατέχουν, καταλάβει, ...
Τυχαίες λέξεις
Inmenging στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεσολάβηση, παρεμβολή, διαπλοκή, παρέμβαση, παρεμβολές, παρεμβολών, παρεμβολής
Μεταφράσεις: μεσολάβηση, παρεμβολή, διαπλοκή, παρέμβαση, παρεμβολές, παρεμβολών, παρεμβολής