Διαπλοκή στα ολλανδικά
Μετάφραση: διαπλοκή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inmenging, verweving, verwevenheid, vervlechting, verweven, vlechtwerk
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαπλοκή
διαπλοκή συνωνυμο, διαπλοκή ορισμός, διαπλοκή english, διαπλοκή μετάφραση, οδηγόσ διαπλοκή, διαπλοκή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διαπλοκή στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- διαπιστώνω στα ολλανδικά - oprichten, gronden, stichten, constateren, inrichten, vestigen, baseren, ...
- διαπληκτίζομαι στα ολλανδικά - argumenteren, disputeren, twist, heibel, ruzie, twisten, krakelen, ...
- διαπράττω στα ολλανδικά - bedrijven, begaan, plegen, verbinden, commit, te plegen
- διαπρέπω στα ολλανδικά - uitstek, vooraanstaande, bij uitstek, meest vooraanstaande, preeminent
Τυχαίες λέξεις
Διαπλοκή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: inmenging, verweving, verwevenheid, vervlechting, verweven, vlechtwerk
Μεταφράσεις: inmenging, verweving, verwevenheid, vervlechting, verweven, vlechtwerk