Korten στα ελληνικά
Μετάφραση: korten, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περικόπτω, έκπτωση, κονταίνω, περιορίσει, περιορίσουν, να περιορίσει, περιορισμό, τον περιορισμό
Μεταφράσεις
- kortademig στα ελληνικά - ασθματικός, ασθμαίνων, ασθμαίνοντος, συρίττοντα, συριγμού του
- kortaf στα ελληνικά - απότομα, κοφτά, κοφτός, συντόμως
- korting στα ελληνικά - περιστολή, ελάττωση, ανάπαυλα, αναστολή, αναγωγή, σκόντο, εναιώρημα, ...
- kortstondig στα ελληνικά - σύντομος, φυγάς, λίγο, κοντός, φυγόδικος, μικρός, σύντομο, ...
Τυχαίες λέξεις
Korten στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περικόπτω, έκπτωση, κονταίνω, περιορίσει, περιορίσουν, να περιορίσει, περιορισμό, τον περιορισμό
Μεταφράσεις: περικόπτω, έκπτωση, κονταίνω, περιορίσει, περιορίσουν, να περιορίσει, περιορισμό, τον περιορισμό