Χώρα στα ολλανδικά

Μετάφραση: χώρα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verspreidingsgebied, oppervlakte, land, natie, platteland, volk, gebied, areaal, landen, land van, het land, landelijke
Χώρα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χώρα

χώρα των λωτοφάγων, χώρα από ξ, χώρα μεσσηνίας, χώρα μήλου, χώρα άνδρου, χώρα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, χώρα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • χώνομαι στα ολλανδικά - insinueren, lekker liggen, Snuggle, nestelt zich, nestelt, nestelen zich
  • χώνω στα ολλανδικά - staf, stok, aanhangen, kleven, vastkleven, volproppen, inpompen, ...
  • χώρος στα ολλανδικά - wereldruim, plaats, ruimte, zaal, lokaal, speling, kamer, ...
  • ψάρι στα ολλανδικά - vis, vissen, fish, van vis
Τυχαίες λέξεις
Χώρα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verspreidingsgebied, oppervlakte, land, natie, platteland, volk, gebied, areaal, landen, land van, het land, landelijke