Lauwer στα ελληνικά

Μετάφραση: lauwer, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δάφνη, Laurel, δάφνης, δάφνινο, Λόρελ
Lauwer στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • laurier στα ελληνικά - δάφνη, Laurel, δάφνης, δάφνινο, Λόρελ
  • lauw στα ελληνικά - χλιαρός, απαθής, επουσιώδης, χλιαρό, χλιαρή, χλιαρού, χλιαρά
  • laven στα ελληνικά - φρεσκάρω, ανανέωσης, Ανανέωση, Refresh, Επικοινωνία Refresh
  • lawaai στα ελληνικά - σαματάς, ντόρος, ρακέτα, πάταγος, φασαρία, θόρυβος, θορύβου, ...
Τυχαίες λέξεις
Lauwer στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δάφνη, Laurel, δάφνης, δάφνινο, Λόρελ