Δάφνη στα ολλανδικά
Μετάφραση: δάφνη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
laurier, lauwer, lauwerkrans, Laurel, laurierbomen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δάφνη
δάφνη λαμπρόγιαννη hot, δάφνη μαρτίνου, δάφνη λαμπρόγιαννη facebook, δάφνη χρονοπούλου, δάφνη καλαβρύτων, δάφνη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δάφνη στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- δάσκαλος στα ολλανδικά - instructeur, onderwijzen, schoolmeester, lerares, schooljuffrouw, opvoeden, leraar, ...
- δάσος στα ολλανδικά - hout, bos, woud, forest, bossen, het bos
- δέκα στα ολλανδικά - tien, tiental, ten, de tien, van tien
- δέκατος στα ολλανδικά - tiende, tien, tienden, de tiende, tienjarig
Τυχαίες λέξεις
Δάφνη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: laurier, lauwer, lauwerkrans, Laurel, laurierbomen
Μεταφράσεις: laurier, lauwer, lauwerkrans, Laurel, laurierbomen