Lengte στα ελληνικά

Μετάφραση: lengte, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μήκος, απόγειο, μήκους, διάρκεια, το μήκος, χρονικό
Lengte στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lemmet στα ελληνικά - λεπίδα, λεπίδας, λεπίδων, πτερυγίου, blade
  • lenen στα ελληνικά - δανείζομαι, δανείζω, δάνειο, δανεισμός, να δανειστεί, για να δανειστεί, να δανειστούν, ...
  • lengtegraad στα ελληνικά - απόγειο, γεωγραφικό μήκος, γεωγραφικού μήκους, μήκος, μήκους, γεωγραφικού
  • lenig στα ελληνικά - ευλύγιστος, γοργός, εύκαμπτος, εύστροφος, σβέλτος, γρήγορος, ευκίνητος, ...
Τυχαίες λέξεις
Lengte στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μήκος, απόγειο, μήκους, διάρκεια, το μήκος, χρονικό