Lik στα ελληνικά

Μετάφραση: lik, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταγόνα, σταλάζω, καταβρέχω, μικροποσότητα, μειώνομαι, ρανίδα, στάζω, γλείψιμο, lick, γλείφουν, γλείφω, δαρμός
Lik στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lijvig στα ελληνικά - πυκνός, εύσαρκος, παχύσαρκος, χοντρός, περιεκτικός, λίπος, χόνδρος, ...
  • lijvigheid στα ελληνικά - πυκνότητα, πάχος, πάχους, το πάχος, πάχος του, του πάχους
  • likdoorn στα ελληνικά - καλαμπόκι, αραβοσίτου, καλαμποκιού, το καλαμπόκι, αραβοσιτέλαιο
  • likeur στα ελληνικά - εγκάρδιος, λικέρ, λικέρ που, liqueur, ηδύποτο
Τυχαίες λέξεις
Lik στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταγόνα, σταλάζω, καταβρέχω, μικροποσότητα, μειώνομαι, ρανίδα, στάζω, γλείψιμο, lick, γλείφουν, γλείφω, δαρμός