Makelaar στα ελληνικά
Μετάφραση: makelaar, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρηματομεσίτης, πράκτορας, παράγων, παράγοντας, μεσίτης, συντελεστής, κτηματομεσίτης, κτηματομεσίτη, κτηματομεσιτικό γραφείο, ο κτηματομεσίτης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- mak στα ελληνικά - πειθήνιος, υπάκουος, εξημερώνω, δαμάζω, δαμάσει, δαμάσουν, εξημερώσει
- make-up στα ελληνικά - συνθέτουν, απαρτίζουν, αποτελούν, να αναπληρώσετε, συνιστούν
- maken στα ελληνικά - δημιουργώ, κατασκευάζω, προξενώ, προσφέρω, εργασία, γεννώ, επισκευή, ...
- makkelijk στα ελληνικά - άνετος, απλοϊκός, εύκολος, εύκολη, εύκολο, εύκολα, πιο εύκολη
Τυχαίες λέξεις
Makelaar στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρηματομεσίτης, πράκτορας, παράγων, παράγοντας, μεσίτης, συντελεστής, κτηματομεσίτης, κτηματομεσίτη, κτηματομεσιτικό γραφείο, ο κτηματομεσίτης
Μεταφράσεις: χρηματομεσίτης, πράκτορας, παράγων, παράγοντας, μεσίτης, συντελεστής, κτηματομεσίτης, κτηματομεσίτη, κτηματομεσιτικό γραφείο, ο κτηματομεσίτης