Makkelijk στα ελληνικά
Μετάφραση: makkelijk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνετος, απλοϊκός, εύκολος, εύκολη, εύκολο, εύκολα, πιο εύκολη
Μεταφράσεις
- makelaar στα ελληνικά - χρηματομεσίτης, πράκτορας, παράγων, παράγοντας, μεσίτης, συντελεστής, κτηματομεσίτης, ...
- maken στα ελληνικά - δημιουργώ, κατασκευάζω, προξενώ, προσφέρω, εργασία, γεννώ, επισκευή, ...
- makker στα ελληνικά - αδερφός, τύπος, αδελφός, σύντροφος, φίλος, κολλητός, συσχετίζω, ...
- makreel στα ελληνικά - σκουμπρί, σκουμπριού, το σκουμπρί, σκουμπριά, σκουμπριών
Τυχαίες λέξεις
Makkelijk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνετος, απλοϊκός, εύκολος, εύκολη, εύκολο, εύκολα, πιο εύκολη
Μεταφράσεις: άνετος, απλοϊκός, εύκολος, εύκολη, εύκολο, εύκολα, πιο εύκολη