Makker στα ελληνικά

Μετάφραση: makker, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδερφός, τύπος, αδελφός, σύντροφος, φίλος, κολλητός, συσχετίζω, εξοικειωμένος, συνέταιρος, συνάδελφος, άντρας, φιλαράκος, PAL, φίλε, παλ, το PAL
Makker στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • maken στα ελληνικά - δημιουργώ, κατασκευάζω, προξενώ, προσφέρω, εργασία, γεννώ, επισκευή, ...
  • makkelijk στα ελληνικά - άνετος, απλοϊκός, εύκολος, εύκολη, εύκολο, εύκολα, πιο εύκολη
  • makreel στα ελληνικά - σκουμπρί, σκουμπριού, το σκουμπρί, σκουμπριά, σκουμπριών
  • mal στα ελληνικά - περίγελος, σκελετός, μανεκέν, γελοίος, μοντέλο, μακέτα, δομή, ...
Τυχαίες λέξεις
Makker στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδερφός, τύπος, αδελφός, σύντροφος, φίλος, κολλητός, συσχετίζω, εξοικειωμένος, συνέταιρος, συνάδελφος, άντρας, φιλαράκος, PAL, φίλε, παλ, το PAL