Αδερφός στα ολλανδικά
Μετάφραση: αδερφός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kornuit, broer, makker, kameraad, broeder, maat, broertje, broer van
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδερφός
αδερφός ρουβα, αδερφός κασιδιάρη, αδερφός ονειροκρίτης, αδερφός ανδρέα γεωργίου, αδερφος ή αδελφος, αδερφός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αδερφός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αδερφή στα ολλανδικά - gek, zonderling, verdacht, vreemd, verdachte, bizar, eigenaardig, ...
- αδερφικός στα ολλανδικά - broederlijk, broederlijke, broederliefde, de broederlijke, gebroederlijk
- αδιάβροχος στα ολλανδικά - waterdicht, waterbestendig, waterdichte, waterproof Voeg, waterproof
- αδιάθετος στα ολλανδικά - onwel, zich onwel, onwel voelt, onwel zijn, van onwel
Τυχαίες λέξεις
Αδερφός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kornuit, broer, makker, kameraad, broeder, maat, broertje, broer van
Μεταφράσεις: kornuit, broer, makker, kameraad, broeder, maat, broertje, broer van