Man στα ελληνικά
Μετάφραση: man, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνθρωπος, σύζυγος, επανδρώνω, άνδρας, άνθρωπο, άνδρα, ο άνθρωπος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- mamma στα ελληνικά - μάνα, μαμά, Mamma, μαστικό, μαστού που, στο Mamma, με μαστικό
- mammie στα ελληνικά - μάνα, μαμά, τη μαμά, η μαμά, Mommy, της μαμάς
- manchet στα ελληνικά - μανικέτι, μανσέτα, σφαλιάρα, περιχειρίδα, ρεβέρ
- mand στα ελληνικά - πανέρι, καλάθι, κοφίνι, καλαθιού, καλάθι με, καλάθι αγορών, μπάσκετ
Τυχαίες λέξεις
Man στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνθρωπος, σύζυγος, επανδρώνω, άνδρας, άνθρωπο, άνδρα, ο άνθρωπος
Μεταφράσεις: άνθρωπος, σύζυγος, επανδρώνω, άνδρας, άνθρωπο, άνδρα, ο άνθρωπος