Άνδρας στα ολλανδικά
Μετάφραση: άνδρας, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mens, mensdom, man, mensheid, manspersoon, vent, de mens, mensen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άνδρας
άνδρας ιχθύς, άνδρας παρθένος, άνδρας εξαφανίστηκε ξαφνικά ενώ περπατούσε, άνδρας ψάχνει άνδρα, άνδρας τοξότης, άνδρας λεξικό γλώσσας ολλανδικά, άνδρας στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- άναρθρος στα ολλανδικά - sprakeloos, ongeleed, onverstaanbare, onuitgesproken, onduidelijke
- άναυδος στα ολλανδικά - sprakeloos, stom, verbluft, stomheid geslagen, stomverbaasd, met stomheid geslagen, verbijsterd
- άνεμος στα ολλανδικά - veest, wind, wikkelen, spoelen, scheet, oprollen, winden, ...
- άνεργος στα ολλανδικά - werkeloos, werkloos, lui, werklozen, werkloze, werkloosheid
Τυχαίες λέξεις
Άνδρας στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: mens, mensdom, man, mensheid, manspersoon, vent, de mens, mensen
Μεταφράσεις: mens, mensdom, man, mensheid, manspersoon, vent, de mens, mensen