Manspersoon στα ελληνικά

Μετάφραση: manspersoon, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επανδρώνω, άνθρωπος, άνδρας, αρσενικός, άρρεν, αρσενικό, αρσενικά, αρσενικών
Manspersoon στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mannequin στα ελληνικά - μοντέλο, μανεκέν, μακέτα, κούκλα βιτρίνας, κούκλα, βιτρίνας, κούκλας
  • manoeuvreren στα ελληνικά - ελιγμός, ελιγμών, χειρισμών, ελιγμού, ελιγμό
  • mantel στα ελληνικά - μανδύας, καζάκα, παλτό, μανδύα, του μανδύα, δικτυωτού περιβλήματος αμιάντου, περίβλημα
  • mantelkap στα ελληνικά - κουκούλα, κάλυμμα, καλύμματος, καλύπτρα, καλύπτρας
Τυχαίες λέξεις
Manspersoon στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επανδρώνω, άνθρωπος, άνδρας, αρσενικός, άρρεν, αρσενικό, αρσενικά, αρσενικών