Onbedorven στα ελληνικά
Μετάφραση: onbedorven, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αθώος, ζωντανός, φρέσκος, δροσερός, νωπός, πρόσφατος, αθωώς, απλές, απλοϊκά, απλοϊκό, απλοϊκή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- onafhankelijkheid στα ελληνικά - ανεξαρτησία, ανεξαρτησίας, την ανεξαρτησία, της ανεξαρτησίας, η ανεξαρτησία
- onbedekt στα ελληνικά - γυμνός, τσίτσιδος, γυμνά, γυμνό, γυμνή, γυμνού
- onbedorvenheid στα ελληνικά - αθωότητα, αθωότητας, αθωότητά, την αθωότητά, την αθωότητα
- onbeduidend στα ελληνικά - ασήμαντος, ασήμαντη, ασήμαντο, ασήμαντες, αμελητέα
Τυχαίες λέξεις
Onbedorven στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αθώος, ζωντανός, φρέσκος, δροσερός, νωπός, πρόσφατος, αθωώς, απλές, απλοϊκά, απλοϊκό, απλοϊκή
Μεταφράσεις: αθώος, ζωντανός, φρέσκος, δροσερός, νωπός, πρόσφατος, αθωώς, απλές, απλοϊκά, απλοϊκό, απλοϊκή