Αθώος στα ολλανδικά

Μετάφραση: αθώος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onschuldig, schuldeloos, onbedorven, onnozel, onschuldige, onschuldigen, onschuldig is
Αθώος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αθώος

αθώος ή ένοχος θέατρο κάππα, αθώοσ ο κασιδιάρησ, αθώος ένοχος, αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίον, αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου, αθώος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αθώος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αθωότητα στα ολλανδικά - onschuld, onbedorvenheid, de onschuld, onschuld te, onschuldig
  • αθωώνω στα ολλανδικά - vrijpleiten, disculperen, vrij te pleiten, verontschuldigen, ontlastende stukken
  • αθώωση στα ολλανδικά - vrijspraak, vrijgesproken, een vrijspraak, de vrijspraak, acquittal
  • αιγίδα στα ολλανδικά - auspiciën, auspiciën van, kader, toezicht, leiding
Τυχαίες λέξεις
Αθώος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onschuldig, schuldeloos, onbedorven, onnozel, onschuldige, onschuldigen, onschuldig is