Onmiddellijk στα ελληνικά

Μετάφραση: onmiddellijk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποκινώ, σκηνοθετώ, αμέσως, καθοδηγώ, τώρα, γοργός, γρήγορος, ωθώ, άμεσα, άμεση, πάραυτα
Onmiddellijk στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • onmens στα ελληνικά - άγριος, βάρβαρος, δαίμονας, fiend, δαίμονα, πνεύμα του κακού, μανιώδης σε κάποιο ελάττωμα
  • onmenselijk στα ελληνικά - απάνθρωπος, απάνθρωπη, απάνθρωπης, απάνθρωπες, απάνθρωπων
  • onmisbaar στα ελληνικά - ουσιώδης, απαραίτητος, απαραίτητη, απαραίτητο, απαραίτητες, απαραίτητα
  • onmogelijk στα ελληνικά - αδύνατον, αδύνατος, αδύνατο, αδύνατη, δυνατόν
Τυχαίες λέξεις
Onmiddellijk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποκινώ, σκηνοθετώ, αμέσως, καθοδηγώ, τώρα, γοργός, γρήγορος, ωθώ, άμεσα, άμεση, πάραυτα