Αμέσως στα ολλανδικά

Μετάφραση: αμέσως, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
meteen, aanstonds, subiet, dadelijk, zo, onmiddellijk, direct, onverwijld
Αμέσως στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμέσως

αμέσως συνώνυμα, αμέσως μετά τη σύλληψη, αμέσως άμεσα, αμέσως βικιλεξικο, αμέσωσ στα αγγλικά, αμέσως λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αμέσως στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αμέλεια στα ολλανδικά - nalatigheid, nonchalance, veronachtzamen, schuld, nalatigheden, onachtzaamheid, nalatigheid van
  • αμέριμνος στα ολλανδικά - luchthartig, luchtige, luchtig, luchthartige, lichtvoetige
  • αμίαντος στα ολλανδικά - asbest, van asbest, asbesthoudende, aan asbest
  • αμαθής στα ολλανδικά - ongeletterd, onontwikkeld, onkundig, ongeleerd, ongeleerde, afgeleerd, ongeletterde
Τυχαίες λέξεις
Αμέσως στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: meteen, aanstonds, subiet, dadelijk, zo, onmiddellijk, direct, onverwijld