Origineel στα ελληνικά

Μετάφραση: origineel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γνήσιος, δεξιοτέχνης, πρωτότυπος, μετρ, αφέντης, κύριος, πρωτότυπο, αρχική, αρχικό, αρχικής, αρχικού
Origineel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • orgel στα ελληνικά - όργανο, οργάνων, οργάνου, όργανα, στα όργανα
  • orgie στα ελληνικά - ξεμαύλισμα, μαύλισμα, ταραχή, μαυλίζω, όργιο, ασωτία, πληθώρα, ...
  • oriënt στα ελληνικά - ανατολή, Ανατολή, Orient, προσανατολίσουν, να προσανατολίσουν, Όριεντ
  • oriënteren στα ελληνικά - Ανατολή, Orient, προσανατολίσουν, να προσανατολίσουν, Όριεντ
Τυχαίες λέξεις
Origineel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γνήσιος, δεξιοτέχνης, πρωτότυπος, μετρ, αφέντης, κύριος, πρωτότυπο, αρχική, αρχικό, αρχικής, αρχικού