Oven στα ελληνικά

Μετάφραση: oven, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουζίνα, εμβέλεια, διακυμαίνομαι, φάσμα, φούρνος, κλίβανος, φούρνο, φούρνου, κλίβανο, κλιβάνου
Oven στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ovaal στα ελληνικά - ωοειδής, οβάλ, ωοειδές, ωοειδή, ωοειδούς
  • ovatie στα ελληνικά - επευφημία, πανηγυρική υποδοχή, χειροκρότημα, χειροκροτεί, χειροκροτούν
  • over στα ελληνικά - μετά, κατόπιν, μακριά, μεταγενέστερα, έπειτα, απέναντι, περίπου, ...
  • overal στα ελληνικά - παντού, όλο, σε όλο, όλη, όλη την
Τυχαίες λέξεις
Oven στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουζίνα, εμβέλεια, διακυμαίνομαι, φάσμα, φούρνος, κλίβανος, φούρνο, φούρνου, κλίβανο, κλιβάνου