Εμβέλεια στα ολλανδικά

Μετάφραση: εμβέλεια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
scope, bereik, kachel, oven, fornuis, reeks, gebied, scala, aanbod
Εμβέλεια στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμβέλεια

εμβέλεια κπε, εμβέλεια wifi, εμβέλεια ετυμολογία, εμβέλεια λεξικό, εμβέλεια στα αγγλικα, εμβέλεια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εμβέλεια στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εμαγιέ στα ολλανδικά - emailleren, glazuur, email, emaille, geëmailleerd, geëmailleerde
  • εμβάθυνση στα ολλανδικά - verdieping, verdiepen, verdieping van, de verdieping, te verdiepen
  • εμβολίζω στα ολλανδικά - ram, geëmboliseerde, embolized, geëmboliseerd, emboliseren, geëmboliseerd onder
  • εμβολιάζω στα ολλανδικά - vaccineren, enten, oculeren, inenten, ingeworteld, ingrain, van ruwe vezel, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμβέλεια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: scope, bereik, kachel, oven, fornuis, reeks, gebied, scala, aanbod