Particulier στα ελληνικά

Μετάφραση: particulier, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιδιαίτερος, ιδιωτικός, φαντάρος, ιδιωτικό, ιδιωτική, ιδιωτικού, ιδιωτικών
Particulier στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • part στα ελληνικά - εξάρτημα, μερίδιο, χωρίζω, μερίδα, συστατικός, μέρος, τμήμα, ...
  • participeren στα ελληνικά - συμμετέχω, συμμετέχουν, συμμετάσχουν, συμμετέχει, συμμετάσχει
  • partieel στα ελληνικά - μερικός, μερική, μερικής, μερικό, τμηματική
  • partij στα ελληνικά - συμβαλλόμενος, μερίδιο, παιχνίδι, φατρία, χωρίζω, παρέα, κόμμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Particulier στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιδιαίτερος, ιδιωτικός, φαντάρος, ιδιωτικό, ιδιωτική, ιδιωτικού, ιδιωτικών