Ιδιωτικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: ιδιωτικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
individueel, persoonlijk, hoofdelijk, besloten, particulier, privaat, privé-, privé
Ιδιωτικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ιδιωτικός

ιδιωτικός τομέας άδειες, ιδιωτικός αστυνομικός ασφαλείας, ιδιωτικός ερευνητής, ιδιωτικός ντετέκτιβ, ιδιωτικός υπάλληλος στα αγγλικά, ιδιωτικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ιδιωτικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ιδιοτέλεια στα ολλανδικά - egoïsme, zelfzucht, zelfzuchtigheid, eigenbelang, het egoïsme
  • ιδιοτελής στα ολλανδικά - uit eigenbelang, zelfzuchtig, eigenbelang, zelfzuchtige, baatzuchtig
  • ιδιόμορφος στα ολλανδικά - uniek, raar, enkelvoud, gek, bizar, enig, vreemdsoortig, ...
  • ιδιότητα στα ολλανδικά - attribuut, eigenschap, eigendom, goed, eigendomsrecht, bezit
Τυχαίες λέξεις
Ιδιωτικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: individueel, persoonlijk, hoofdelijk, besloten, particulier, privaat, privé-, privé