Persen στα ελληνικά

Μετάφραση: persen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στύβω, στριμώχνω, ζουλώ, πίεση, πρεσάρω, πιέζω, σφίξιμο, συμπίεση, συμπίεσης, συμπίεση των, συμπιέσεως
Persen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • perron στα ελληνικά - αποβάθρα, πλατφόρμα, πλατφόρμας, εξέδρα, της πλατφόρμας, την πλατφόρμα
  • pers στα ελληνικά - πιέζω, πρεσάρω, πρέσα, τύπος, πιεστήριο, πατήστε, πιέστε
  • personage στα ελληνικά - άτομο, θνητός, χαρακτήρας, κάποιος, ατομικός, ψυχή, πρόσωπο, ...
  • personeel στα ελληνικά - δύναμη, εξαναγκάζω, βία, προσωπικό, προσωπικού, το προσωπικό, του προσωπικού, ...
Τυχαίες λέξεις
Persen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στύβω, στριμώχνω, ζουλώ, πίεση, πρεσάρω, πιέζω, σφίξιμο, συμπίεση, συμπίεσης, συμπίεση των, συμπιέσεως