Πίεση στα ολλανδικά

Μετάφραση: πίεση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
druk, pressie, drang, persen, knel, de druk, onder druk, druk van, spanning
Πίεση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πίεση

πίεση στα αυτιά, πίεση παλμού, πίεση στα μάτια, πίεση ματιών, πίεση συνώνυμα, πίεση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πίεση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πέψη στα ολλανδικά - spijsvertering, digestie, vertering, de spijsvertering, de vertering
  • πήζω στα ολλανδικά - verdikken, aandikken, stremmen, schiften, stollen, schift, te stremmen
  • πίθηκος στα ολλανδικά - aap, monkey, apen, de Aap van, aap van
  • πίλος στα ολλανδικά - motorkap, hoed, wagenkap, kap, pet, hat, hoed van, ...
Τυχαίες λέξεις
Πίεση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: druk, pressie, drang, persen, knel, de druk, onder druk, druk van, spanning