Αμαυρώνω στα ολλανδικά

Μετάφραση: αμαυρώνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vlek, smet, moet, plek, mop, klad, klak, verduisteren, verdonkeren, donkerder, donkerder te maken, donker
Αμαυρώνω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμαυρώνω

αμαυρώνω ετυμολογια, αμαυρώνω συνώνυμο, αμαυρώνω αγγλικα, αμαυρώνω σημασια, αμαυρώνω συνώνυμα, αμαυρώνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αμαυρώνω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αμαρτία στα ολλανδικά - zondigen, zonde, de zonde, zonden, sin
  • αμαρτωλός στα ολλανδικά - zondaar, zondares, zondaar is, zondaars
  • αμβλύνω στα ολλανδικά - verdunnen, verzwakken, saai, dof, doffe, mat, dull
  • αμβλύς στα ολλανδικά - oprecht, stomp, bot, eerlijk, saai, dof, doffe, ...
Τυχαίες λέξεις
Αμαυρώνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vlek, smet, moet, plek, mop, klad, klak, verduisteren, verdonkeren, donkerder, donkerder te maken, donker