Publiek στα ελληνικά

Μετάφραση: publiek, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόσμος, υφήλιος, κοινός, ακροατήριο, δημόσιο, κοινό, δημόσια, δημόσιας, δημόσιες
Publiek στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • publicatie στα ελληνικά - δημοσιοποίηση, δημοσίευμα, έκδοση, θέμα, δημοσίευση, τεύχος, Έκδοσης, ...
  • publiciteit στα ελληνικά - προώθηση, δημοσιότητα, ανάδειξη, προαγωγή, δημοσιότητας, διαφήμιση, τη δημοσιότητα, ...
  • pudding στα ελληνικά - πουτίγκα, πουτίγκας, την πουτίγκα, η πουτίγκα, χυλόπιτα
  • pui στα ελληνικά - πρόσοψη, πρόσοψης, προσόψεων, όψη, πρόσοψη του
Τυχαίες λέξεις
Publiek στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόσμος, υφήλιος, κοινός, ακροατήριο, δημόσιο, κοινό, δημόσια, δημόσιας, δημόσιες