Reinigen στα ελληνικά
Μετάφραση: reinigen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκκενώνω, εκκαθαρίζω, καθαρός, καθαρίζω, καθαρίσει, καθαρίζει, καθαρίζουν, να καθαρίσει, τον καθαρισμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- reiger στα ελληνικά - ερωδιός, Heron, ερωδιού, ερωδιών, ερωδιό
- rein στα ελληνικά - αγνός, απότομος, πεδιάδα, σκέτος, καθαρός, καθαρίζω, εκστομίζω, ...
- reiniging στα ελληνικά - καθαρισμός, καθάρισμα, καθαρισμού, καθαρισμό, τον καθαρισμό
- reis στα ελληνικά - ταξιδάκι, ταξιδεύω, πεδικλώνω, ταξίδι, το ταξίδι, ταξιδιού, ταξίδια, ...
Τυχαίες λέξεις
Reinigen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκκενώνω, εκκαθαρίζω, καθαρός, καθαρίζω, καθαρίσει, καθαρίζει, καθαρίζουν, να καθαρίσει, τον καθαρισμό
Μεταφράσεις: εκκενώνω, εκκαθαρίζω, καθαρός, καθαρίζω, καθαρίσει, καθαρίζει, καθαρίζουν, να καθαρίσει, τον καθαρισμό