Rek στα ελληνικά

Μετάφραση: rek, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έδρανο, βασανιστήριο, μέγγενη, σχάρα, παγκάκι, έδρα, ράφι, πάγκος, rack, βασανίσει, ραφιών
Rek στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • reizen στα ελληνικά - πηγαίνω, κίνηση, μετακομίζω, σαλεύω, ταξιδεύω, κινώ, να ταξιδέψουν, ...
  • reiziger στα ελληνικά - ταξιδιώτης, ταξιδιωτών, ταξιδιώτη, ταξιδιωτικές, ταξιδιώτες
  • rekbaar στα ελληνικά - έκτατος, επεκτάσιμου, επεκτάσιμο, εκτατό, δυνατότητα παράτασης
  • rekenen στα ελληνικά - χρειάζομαι, παίρνω, εμπλέκω, μπλέκω, ρωτώ, υπολογίζω, πρόσωπο, ...
Τυχαίες λέξεις
Rek στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έδρανο, βασανιστήριο, μέγγενη, σχάρα, παγκάκι, έδρα, ράφι, πάγκος, rack, βασανίσει, ραφιών